επικορύφωσις

επικορύφωσις
ἐπικορύφωσις, ἡ (Α)
(αριθμ.)
1. η αποκορύφωση, ο τελικός αριθμός αριθμητικών σειρών
2. η κατά κάποια αναλογία αύξηση, πολλαπλασιασμός ή συγκεφαλαίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικορύφωσιν — ἐπικορύφωσις culmination fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”